Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Ρεβεγιόν του ΄63.

Ολα ανάποδα εκείνη τη χρονιά...

Η Μάνα είχε δυό μήνες που διώχτηκε απ΄τη δουλειά.
Καθαρίστρια 3ωρης απασχόλησης, σιγά τη θέση... 
Μιά βδομάδα πριν τα χριστούγεννα μπουκάρισαν
οι μπάτσοι στο μαγαζί του Πατέρα και τόκαναν καλοκαιρινό.
Του κοτσάρισαν και μιά μήνυση, όπως έκαναν κάθε 6-7 μήνες.

Το χιόνι είχε φτάσει το ένα μέτρο.
Το υπόγειο είχε εξαφανιστεί. 
Ανοίγαμε λαγούμια για να βγούμε στον πάνω κόσμο.
Το σπίτι παγωμένο. 
Τα ξύλα είχαν λιγοστέψει απελπιστικά.
Το μόνο φαγώσιμο που είχε απομείνει ήταν το ψωμί,
βερεσέ, βέβαια.
Και τσάϊ, ευτυχώς.
 Και λίγα φασόλια, δώρο της νόνας μου.

Κείνη τη χρονιά αρρώστησα για πρώτη φορά.
Κόπηκαν τα παιχνίδια, οι τσάρκες.
Εχανα φίλους. Μαθήματα. Ζωντάνια.
Προπαραμονή χριστουγέννων η εντολή ήταν σαφής:
"φέτος δεν έχει κόλιαντα" (κάλαντα, κοζανιστί). Μέσα.
Πέσαμε για ύπνο νωρίς. Φυσιολογικά πράματα.
Το Μαγκάλι ούτε εκείνο το βράδυ άναψε.
Δεν ήμασταν για σπατάλες.

Εξη το πρωϊ σηκώθηκα...λες και είχα κοιμηθεί...
Ντύθηκα με όλα τα ρούχα, πήρα το σακούλι και
τον τσόκο (ξύλινο σφυρί) και βγήκα στην...επιφάνεια.
Πρώτα πήγα στη πόρτα της κ.Ευδοκίας.
Δασκάλα μου στο σχολειό και σύζυγος συνταγματάρχη.
Είπα τα κόλιαντα, βάρεσα την εξώθυρα. Τίποτα.
Ξαναλέω τα κόλιαντα, βαράω πιο δυνατά.
Ακούει, ανοίγει.
"Τάκη εσύ;;", κάνει έκπληκτη.
Χωρίς απάντηση, ανοίγω το σακούλι (να ρίξει τα δέοντα),
 με το βλέμμα καρφωμένο στο χέρι της.
Κάτι ρίχνει, κάτι μουρμουρίζει, βροντάει την πόρτα. 
Βάζω το χέρι στο σακούλι,βγάζω ΕΝΑ πορτοκάλι,σάπιο.
Με πιάνουν τα κλάματα, πετάω το πορτοκάλι στη
πόρτα της, γεμάτος θυμό και...απελπισία.
"Ούτε ένα πενηνταράκι, ούτε μιά δεκάρα", σκέφτηκα. 

Δεύτερη εξώθυρα της κ.Ελλης.
Καλή γυναίκα, αρχόντισα, σύζυγος ειρηνοδίκη.
Η ίδια φάση. Ακριβώς.
Ενα πορτοκάλι, δυό κάστανα, κι ούτε δεκάρα.
Πετάω...το ξόδι της στη πόρτα και χάνομαι.

Τρίτο σπίτι του παπα-Δημόπουλου.
Παπάς, παρά τω Δεσπότη. Με γαμπρό γραμματέα
της μητρόπολης.
Μ΄άνοιξε η κόρη του. Η Τούλα.
Ενα  μανταρίνι, δυό κάστανα, ούτε δεκάρα...

Τέταρτο σπίτι, το σπίτι του δεύτερου παπά.
(γειτονιά με τρεις παπάδες στα 50 μέτρα!).
Παπάς στη εκκλησιά του πολιούχου, πλούσιας.
Γαμπρός εφοριακός, χοντρός λιγδιάρης.
Ιδιο σκηνικό, ίδιο αποτέλεσμα...

Κατέρρευσα.
Πνίγηκα στα κλάματα. Στο θυμό. Στην αδικία.
Τόσο σκληροί άνθρωποι...

Γύρισα σπίτι απελπισμένος. Το "σχέδιο" να μαζέψω
λίγες δραχμούλες, ναυάγησε στη ξέρα των ανθρώπων.
Είχαν ξυπνήσει κι οι δυό.
Η Μάνα τσίριζε, ο Αλλος...ο Πατέρας...βουβός.
Ηπια ένα τσάϊ, χωρίς ζάχαρη, χωρίς λεμόνι.
Με μιά κόρα.
Κουλουριάστηκα στο κρεβάτι τους κι αποκοιμήθηκα.

Το μεσημέρι, ενώπιον της φασολάδας, άρχισε
ο εξάψαλμος. Οι συμβουλές. Οι προειδοποιήσεις.
Είχαν δίκιο.
ΟΛΟΙ που επισκέφθηκα το πρωϊ, είχαν παραπονεθεί...
Με το δίκιο τους.
....................................

Το οικογενειακό ρεβεγιόν του ΄63 ήταν μεσημεριανό.
Το βράδυ μας ήταν θεοσκότεινο.
Χωρίς χριστό, χωρίς συμπόνια, χωρίς ελπίδα.
Τυφλό. Σκληρό. Πραγματικό.
Οπως ήταν ΟΛΕΣ οι μέρες μας και ΟΛΕΣ οι νύχτες.

Οπως ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ να ΖΗΣΟΥΝ ξανά ΑΝΘΡΩΠΟΙ...

3 σχόλια:

  1. Πόσο αληθινός είσαι!
    Η σημερινή πραγματικότητα από τις μέρες του '63.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αχ ρε Κόρακα! Κάθε σου κείμενο γροθιά στο στομάχι, μα τούτο είναι αλλιώτικο...
    Όντας μάλλον συνομίληκοι και έχοντας παρόμοια βιώματα... ετούτο με πονάει πιότερο από όλα...
    Τα μαλιά μας άσπρισαν, μα τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακόμα...
    Εύχομαι η πίκρα μας να γίνει ποτάμι οργής που θα τους πνίξει...
    Καλή λεφτεριά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή